- τετραπυρ(ρ)ολικός
- -ή, -ό, Ν1. χημ. (για οργανικές ενώσεις) αυτός τού οποίου το μόριο περιέχει τέσσερεις πυρρολικούς δακτυλίους2. φρ. «τετραπυρρολικά παράγωγα»(βιοχ.) τα διάφορα προϊόντα συμπύκνωσης τεσσάρων πυρρολικών δακτυλίων, όπως είναι οι πορφυρίνες, οι φυκοβιλίνες κ.ά., τα αντίστοιχα οργανικά μόρια στα οποία έχουν αναχθεί ένας ή περισσότεροι πυρρολικοί πυρήνες, όπως είναι οι χλωρίνες, οι κορρίνες, οι ρόδινες κ.ά., τα φυσικά σύμπλοκα όλων τών παραπάνω ενώσεων με μεταλλικά ιόντα, όπως είναι οι αμίνες, οι χλωροφύλλες κ.ά., και τα σύμβολα τών τελευταίων με πρωτεΐνες, όπως είναι η αιμοσφαιρίνη, οι φυκοβιλινοπρωτεΐνες κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tetrapyrrolique < τετρ(α)-* + πυρρολικός].
Dictionary of Greek. 2013.